-
1 αμπαζούρ
[абазур] ουσ. о. άκλ абажурΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμπαζούρ
-
2 абажур
[αμπαζούρ] ουσ. α αμπαζούρ -
3 абажур
[αμπαζούρ] ουσ α αμπαζούρ -
4 абажур
-
5 абажур
абажурм τό ἀμπαζούρ. -
6 колпак
колпакм1. (головной убор) τό καλπάκι, ὁ σκοῦφος, ἡ σκούφια·2. (навес, покрышка) ἡ καλύπτρα, τό κάλυμμα, ἡ σκεπή / τό ἀμπαζούρ (для лампы). -
7 абажур
-а α.ανταυγαστήρας, αμπαζούρ. -
8 колпак
-ά α.1. σκούφος, σκούφια, καλπάκι•ночной колпак νυχτερινός σκούφος - поварской колпак ο σκούφος του μάγειρα.
|| καπάκι, επικάλυμμα, σκέπαστρο. || αμπαζούρ.2. μωρδπιστος, ευαπάτητος, χάπι.εκφρ.держать под стеклянным -ом – αδυνατώ να κρύψω κάτι από τη ζωή μου• κρατώ σε απομόνωση από την κοινωνική ζωή. -
9 розетка
-и θ.1. κροσσός ρόδινος.2. ροζέτα, ταινία παράσημου.3. πιατάκι γλυκού.4. κηροδόχη, λαμπαδοδόχη (σχήματος ρόδου).5. είδος αμπαζούρ πλατύστομο.6. ρευματοδότης, ακροσύνδεσμος, ρευματολήπτης, πρίζα.7. κυκλοτερές φύλλωμα.8. στολίδι ανάγλυφο με ρόδα ή άλλα άνθη. -
10 самодельный
επ.χειροποίητος, χειρόπλα-στος, χειροκάμωτος•самодельный абажур χειροποίητο αμπαζούρ•
-ые папиросы στριφτά τσιγάρα•
радиопримник ερασιτεχνικός ραδιοδέκτης.
-
11 тюльпан
-а α.1. τουλίπα.2. αμπαζούρ του-λιποειδές.
См. также в других словарях:
αμπαζούρ — το (λ. γαλλ.), κατασκευή που προσαρμόζεται στο λαμπτήρα και συντελεί στην προς τα κάτω συγκέντρωση του φωτός: Όλες σχεδόν οι επιτραπέζιες λάμπες έχουν αμπαζούρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπαζούρ — το ανακλαστήρας κωνικού ή κυλινδρικού σχήματος από χαρτί, ύφασμα, μέταλλο, πορσελάνη ή αδιαφανές γυαλί που προσαρμόζεται στα φωτιστικά σώματα για να ανακλούν και να κατευθύνουν το φως τους … Dictionary of Greek
σκίαστρο — το, Ν 1. καταυγαστήρας, αλεξίφωτο, αμπαζούρ 2. τεχνολ. διάταξη που στερεώνεται μπροστά στον αντικειμενικό φακό τών φωτογραφικών και κινηματογραφικών μηχανών λήψης για την προστασία του από ανεπιθύμητο φωτισμό ισχυρής φωτεινής πηγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ανταυγαστήρας — ο εξάρτημα λάμπας που ανακλά το φως προς ορισμένη κατεύθυνση, αμπαζούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον φιλόλογο Παναγιώτη Φέρμπο, ως απόδοση του γαλλ. reverbere] … Dictionary of Greek
καταυγαστήρας — ο (Α καταυγαστήρ, ήρος, θηλ. καταυγάστειρα) [καταυγάζω] νεοελλ. εξάρτημα τών λαμπτήρων που ανακλά και κατευθύνει το φως προς ορισμένη φορά, αμπαζούρ αρχ. (το θηλ. ως επίθ. για τη σελήνη) αυτή που λάμπει … Dictionary of Greek
υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες … Dictionary of Greek
αλεξίφωτο — το το αμπαζούρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντανάκλαση — η η επιστροφή προς τα πίσω, ύστερα από πρόσκρουση, κυρίως του φωτός και του ήχου, αλλιώτικα ανάκλαση: Το αμπαζούρ στις λάμπες χρησιμεύει για την αντανάκλαση του φωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)